- τροπαίῳ
- τρόπαιονtrophyneut dat sgτροπαί̱ῳ , τροπαῖοςof a turningmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροπαίωι — τροπαίῳ , τρόπαιον trophy neut dat sg τροπαί̱ῳ , τροπαῖος of a turning masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγγομαι — Α 1. τροποποιώ κάπως την ομιλία μου, λέγω κάτι επί πλέον 2. αναφέρω κάτι «εν παρόδω» 3. μιλώ κακώς, έξω από το ορθό, λέγω ανοησίες 4. διακόπτω τον λόγο κάποιου 5. μιλώ ήπια, μειλίχια, σιγά 6. λέγω ανακριβή, ψευδή ή εσφαλμένα 7. εκστομίζω κάτι… … Dictionary of Greek
τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… … Dictionary of Greek